ψήγμα

ψήγμα
το / ψῆγμα, -ήγματος, ΝΜΑ [ψήχω]
μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη μάζα μετάλλου, διαβρωμένη από το νερό («ψήγμα χρυσού»)
2. μτφ. μικρό κομμάτι, δείγμα («ψήγματα αλήθειας»)
αρχ.
1. μικρό κομμάτι ξύλου
2. κόκκος σκόνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψῆγμα — that which is rubbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγμα — το, ατος 1. απόξεσμα, ρίνισμα, απότριμμα. 2. ο πληθ., ψήγματα σημαίνει πολύ λεπτά κομμάτια μετάλλου: Βρήκαν ψήγματα χρυσού στην περιοχή αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψῆγμ' — ψῆγμα , ψῆγμα that which is rubbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηγμάτων — ψῆγμα that which is rubbed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγμασι — ψῆγμα that which is rubbed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγμασιν — ψῆγμα that which is rubbed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγματα — ψῆγμα that which is rubbed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγματι — ψῆγμα that which is rubbed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήγματος — ψῆγμα that which is rubbed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψέαγμα — Α πιθ. (σε πάπ.) «τὸ ἀποτριβόμενον», το ψήγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί τού τ. ψῆγμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”